υποτροχος

υποτροχος
    ὑπότροχος
    ὑπό-τροχος
    2
    передвигающийся на колесах
    

(πορεῖα Polyb.; τὸ βάρος Diod.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "υποτροχος" в других словарях:

  • ὑπότροχος — on wheels masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπότροχος — ον, ΜΑ (για οχήματα ή άλλες κατασκευές) αυτός που έχει τροχούς αποκάτω, τροχοφόρος (α. «μηχάνημα ὑπότροχον», Σχόλ. Αριστοφ. β. «ὑπότροχα πορεῑα», Πολ. γ. «ὑπότροχος δίφρος» παιδικό καροτσάκι, Σωρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τροχός (πρβλ. πρό… …   Dictionary of Greek

  • ὑπότροχον — ὑπότροχος on wheels masc/fem acc sg ὑπότροχος on wheels neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτρόχοις — ὑπότροχος on wheels masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτρόχους — ὑπότροχος on wheels masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτρόχων — ὑπότροχος on wheels masc/fem/neut gen pl ὑ̱ποτρόχων , ὑποτροχάω imperf ind act 3rd pl ὑ̱ποτρόχων , ὑποτροχάω imperf ind act 1st sg ὑποτροχάω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ὑποτροχάω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) ὑποτροχάω imperf… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτρόχῳ — ὑπότροχος on wheels masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπότροχα — ὑπότροχος on wheels neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπότροχοι — ὑπότροχος on wheels masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχεδία — Πλωτό μέσο, που αποτελείται γενικά από δοκούς και σανίδες συνενωμένες με σχοινιά και χρησιμεύει για τη μεταφορά προσώπων, ζώων και εμπορευμάτων. Συνήθως η σ. έχει σχήμα περίπου τετράγωνο, χωρίς τοιχώματα και, για τη διευκόλυνση της πλευστότητας,… …   Dictionary of Greek

  • υπόκυκλος — ον, Α 1. αυτός που έχει από κάτω τροχούς, ὑπότροχος* 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπόκυκλον (κατά τον Ησύχ.) «ὑπόκυκλα τοὺς ἀστραγάλους τοὺς ὑποτιθεμένους τῷ πυθμένι τῶν τριπόδων». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κύκλος (πρβλ. ἔγκυκλος)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»